Ενοχή στα αλβανικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
faj, faji, fajësia, fajit, fajin
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας αλβανικά, ενοχή στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα αλβανικά - unifikoj, unifikojë, unifikimin, unifikojnë, të unifikuar
- ενορία στα αλβανικά - famulli, famullisë, e famullisë, famullitare, të famullisë
- ενοχλητικός στα αλβανικά - skarë, ngatërrestar
- ενοχλούμαι στα αλβανικά - shqetësoj, i mërzitur, mërzitur, të mërzitur, zemëruar
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: faj, faji, fajësia, fajit, fajin
Μεταφράσεις: faj, faji, fajësia, fajit, fajin