Ενοχή στα δανικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
δανικά
Μεταφράσεις:
skyld, skyldfølelse, skylden, skyldig
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας δανικά, ενοχή στα δανικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα δανικά - samle, forene, harmonisere, ensrette, at forene
- ενορία στα δανικά - sogn, Parish, sognet, sognets
- ενοχλητικός στα δανικά - geskæftig
- ενοχλούμαι στα δανικά - hindre, forstyrre, irriteret, irriterede, irriteret over, generet
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα δανικά - Λεξικό: ελληνικά » δανικά
Μεταφράσεις: skyld, skyldfølelse, skylden, skyldig
Μεταφράσεις: skyld, skyldfølelse, skylden, skyldig