Ενοχή στα λιθουανικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
kaltė, kaltės, kaltę, kaltumas, kaltumo
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας λιθουανικά, ενοχή στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα λιθουανικά - suvienodinti, suvienyti, suvienodinimo, unifikuoti, suvienodintos
- ενορία στα λιθουανικά - parapija, parapijos, seniūnija, parapinė, parapijoje
- ενοχλητικός στα λιθουανικά - įkyrus, Wtrącalski, Kištis į Svetimi reikalai, Nusibodę, Natrętny
- ενοχλούμαι στα λιθουανικά - lįsti, Sapīcis, pasipiktinę, erzinančio, erzina, dirginimas
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: kaltė, kaltės, kaltę, kaltumas, kaltumo
Μεταφράσεις: kaltė, kaltės, kaltę, kaltumas, kaltumo