Ενοχή στα ιταλικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
colpa, colpevolezza, senso di colpa, la colpa, sensi di colpa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ιταλικά, ενοχή στα ιταλικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα ιταλικά - unire, unirsi, unificare, accoppiare, connettere, congiungere, riunire, ...
- ενορία στα ιταλικά - parrocchia, parrocchiale, parrocchia di, della parrocchia, pieve
- ενοχλητικός στα ιταλικά - griglia, inferriata, grata, ficcanaso, intrigante, meddlesome, impiccione, ...
- ενοχλούμαι στα ιταλικά - importunare, frastornare, infastidito, seccato, infastiditi, irritato, infastidita
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: colpa, colpevolezza, senso di colpa, la colpa, sensi di colpa
Μεταφράσεις: colpa, colpevolezza, senso di colpa, la colpa, sensi di colpa