Ενοχή στα ουκρανικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
вина, винність, віна, провина
Ενοχή στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ουκρανικά, ενοχή στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα ουκρανικά - поєднати, з'єднатися, уніфікувати, поєднувати, об'єднуватися
  • ενορία στα ουκρανικά - парафія, прихожани, парафіяни, прихід, парафію, приход
  • ενοχλητικός στα ουκρανικά - надокучливий, різкий, ятрить, дратівливий, рипучий, решітка, ґрати, ...
  • ενοχλούμαι στα ουκρανικά - турбуватися, турбота, турбувати, докучати, роздратований, роздратована, знервований, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: вина, винність, віна, провина