Ενοχή στα ισλανδικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
sekt, sektarkennd, sök, misgjörð, sektar
Ενοχή στα ισλανδικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ισλανδικά, ενοχή στα ισλανδικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα ισλανδικά - sameina, unify, að sameina, sameiningu, að unify
  • ενορία στα ισλανδικά - hreppur, Parish, sókn, sóknarprest, söfnuðurinn, sóknin
  • ενοχλητικός στα ισλανδικά - meddlesome
  • ενοχλούμαι στα ισλανδικά - gramur, pirruð, pirraður, pirringi, ergilegt
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: sekt, sektarkennd, sök, misgjörð, sektar