Ενοχή στα τούρκικα
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
suçluluk, suç, suçluluk duygusu, suçu, guilt
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας τούρκικα, ενοχή στα τούρκικα
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα τούρκικα - birleştirmek, birleşmek, birleştirmeye, birleştirme, birleştirmeyi, birleştirilmesi
- ενορία στα τούρκικα - cemaat, kilise, Parish, bucak, mahalle
- ενοχλητικός στα τούρκικα - ızgara, işgüzar, şeye burnunu sokan, her şeye burnunu sokan, işe karışan, her işe karışan
- ενοχλούμαι στα τούρκικα - sinirlenmiş, rahatsız, sinirlendi, kızgın, rencide
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: suçluluk, suç, suçluluk duygusu, suçu, guilt
Μεταφράσεις: suçluluk, suç, suçluluk duygusu, suçu, guilt