Ενοχή στα βουλγαρικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
виновност, вина, вината, чувство за вина, за вина
Ενοχή στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, ενοχή στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα βουλγαρικά - унифицира, уеднакви, обедини, унифициране, унифицират
  • ενορία στα βουλγαρικά - енория, енорийски, енорията, енорийска, енорийския
  • ενοχλητικός στα βουλγαρικά - натрапчив, репутация на натрапчив, Натрапничав, който бърника, който се меси в чужди работи
  • ενοχλούμαι στα βουλγαρικά - неспокойство, раздразнен, ядосан, ядоса, ядосана
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: виновност, вина, вината, чувство за вина, за вина