Ενοχή στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
вина, вината, на вина, на вината
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, ενοχή στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα σλαβομακεδονικά - обединување, обедини, ги обедини, се обедини, унифицираат
- ενορία στα σλαβομακεδονικά - парохија, парохијата, парохискиот, парохиски, PARISH
- ενοχλητικός στα σλαβομακεδονικά - наметливиот, натрапчив
- ενοχλούμαι στα σλαβομακεδονικά - караше, досаѓа, изнервирана, вознемирен
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: вина, вината, на вина, на вината
Μεταφράσεις: вина, вината, на вина, на вината