Ενοχή στα λευκορωσικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
віна, віны
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, ενοχή στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα λευκορωσικά - уніфікаваць, ўніфікаваць
- ενορία στα λευκορωσικά - прыход, парафія, парафію
- ενοχλητικός στα λευκορωσικά - надакучлівы, надакучлівае, назаляў
- ενοχλούμαι στα λευκορωσικά - раздражнёны, злосны, раззлаваны, незадаволены, зласлівы
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: віна, віны
Μεταφράσεις: віна, віны