Ενοχή στα ουγγρικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
bűnösség, bűntudat, bűnösségét, bűntudatot, a bűntudat
Ενοχή στα ουγγρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ουγγρικά, ενοχή στα ουγγρικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα ουγγρικά - egységesítse, egységesítése, egyesítse, egyesíteni, egységesíteni
  • ενορία στα ουγγρικά - egyházközség, plébánia, Parish, plébániai, plébániatemplom
  • ενοχλητικός στα ουγγρικά - hajórács, ablakrács, rácsozat, alaprács, járórács, roszogó, csikorgó, ...
  • ενοχλούμαι στα ουγγρικά - méreg, alkalmatlankodás, bosszús, bosszantotta, bosszúsnak, bosszúsan, mérges
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: bűnösség, bűntudat, bűnösségét, bűntudatot, a bűntudat