Ενοχή στα πολωνικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
uczucie, wina, winy, poczucie winy, winę, poczucia winy
Ενοχή στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας πολωνικά, ενοχή στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα πολωνικά - ujednolicać, połączyć, scalać, zunifikować, zjednoczyć, jednoczyć, łączyć, ...
  • ενορία στα πολωνικά - gmina, parafia, parafialny, parafii, parafialnym, parafię
  • ενοχλητικός στα πολωνικά - zgrzytliwy, natrętny, dokuczliwy, krata, chrobotliwy, chrobot, irytujący, ...
  • ενοχλούμαι στα πολωνικά - zmartwienie, dokuczanie, przejmowanie, molestować, niepokoić, kłopot, niepokój, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: uczucie, wina, winy, poczucie winy, winę, poczucia winy