Ενοχή στα ολλανδικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
schuld, schuldgevoel, schuldgevoelens, schuldig, de schuld
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ολλανδικά, ενοχή στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα ολλανδικά - verenigen, paren, verbinden, aaneenvoegen, samenbrengen, bijeenbrengen, te verenigen, ...
- ενορία στα ολλανδικά - kerkbuurt, parochie, Parish, Deelgemeente, parochiekerk, de parochie
- ενοχλητικός στα ολλανδικά - traliehek, afrastering, geknars, hek, gekras, vervelend, rooster, ...
- ενοχλούμαι στα ολλανδικά - hinderen, belemmeren, verstoren, storen, hinder, geërgerd, geïrriteerd, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: schuld, schuldgevoel, schuldgevoelens, schuldig, de schuld
Μεταφράσεις: schuld, schuldgevoel, schuldgevoelens, schuldig, de schuld