Ενοχή στα πορτογαλικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
culpa, guilhotinar, a culpa, culpabilidade, de culpa, da culpa
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, ενοχή στα πορτογαλικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα πορτογαλικά - reunir, unificar, farda, unidade, aliar, ligar, unir, ...
- ενορία στα πορτογαλικά - freguesia, paróquia, freguesia de, paroquial, parish
- ενοχλητικός στα πορτογαλικά - cancela, grade, intrometido, intrometida, metido, meddlesome, intrometidos
- ενοχλούμαι στα πορτογαλικά - molestar, importunar, nocividade, incomodar, aborrecido, irritado, ficar irritado, ...
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: culpa, guilhotinar, a culpa, culpabilidade, de culpa, da culpa
Μεταφράσεις: culpa, guilhotinar, a culpa, culpabilidade, de culpa, da culpa