Ενοχή στα ρουμανικά
Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
vinovăție, vină, vina, vinovăția, vinovăției
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: ενοχή
ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας ρουμανικά, ενοχή στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- ενοποιώ στα ρουμανικά - uni, unifica, unifice, unificarea, unificare
- ενορία στα ρουμανικά - parohie, parohială, paroh, parohia, parohiei
- ενοχλητικός στα ρουμανικά - băgăcios, vâră, se vâră, impertinent, băgăcioasă
- ενοχλούμαι στα ρουμανικά - enerva, contrariat, supărat, enervat, deranjat, iritat
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: vinovăție, vină, vina, vinovăția, vinovăției
Μεταφράσεις: vinovăție, vină, vina, vinovăția, vinovăției