Ενοχή στα νορβηγικά

Μετάφραση: ενοχή, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
skyld, skyldfølelse, skylden, skyldfølelsen
Ενοχή στα νορβηγικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: ενοχή

ενοχή και ντροπή, ενοχή από τραπεζική επιταγή, ενοχή από σύμβαση, ενοχή σιώπη, ενοχή εκ του νόμου, ενοχή λεξικό γλώσσας νορβηγικά, ενοχή στα νορβηγικά

Μεταφράσεις

  • ενοποιώ στα νορβηγικά - forene, samle, forener, å forene, samordne
  • ενορία στα νορβηγικά - kommune, sogn, sogne, prestegjeld, sognet, menighets
  • ενοχλητικός στα νορβηγικά - rist, gitter, meddlesome, gesjeftig, for Meddlesome, geskjeftige, Anmeldelse for Meddlesome
  • ενοχλούμαι στα νορβηγικά - larm, bråk, bry, irritert
Τυχαίες λέξεις
Ενοχή στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: skyld, skyldfølelse, skylden, skyldfølelsen