Καθήκον στα αλβανικά
Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
αλβανικά
Μεταφράσεις:
detyrë, shërbim, detyrë e, Detyra, Detyra e, detyre
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: καθήκον
καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας αλβανικά, καθήκον στα αλβανικά
Μεταφράσεις
- καθάρισμα στα αλβανικά - pastrim, pastrimi, pastrim të, pastrimin e, pastrim i
- καθέλκυση στα αλβανικά - lëshim, nisjen, Lansimi, Fillimi, nisja
- καθίζω στα αλβανικά - sedile, vend, ulem, ulen, të ulen, të ulet, rri
- καθαγιάζω στα αλβανικά - shenjtëroj, shenjtëroi, shenjtërosh, shenjtëroni, shenjtëron
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα αλβανικά - Λεξικό: ελληνικά » αλβανικά
Μεταφράσεις: detyrë, shërbim, detyrë e, Detyra, Detyra e, detyre
Μεταφράσεις: detyrë, shërbim, detyrë e, Detyra, Detyra e, detyre