Καθήκον στα ουκρανικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
завдання, вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, задача
Καθήκον στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ουκρανικά, καθήκον στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ουκρανικά - очищення, чищення, лушпина, чистка, очистка, прибирання, збирання, ...
  • καθέλκυση στα ουκρανικά - баркаси, запуск
  • καθίζω στα ουκρανικά - садити, уміщати, розміщатися, поселити, уміщувати, сидіти, сидітиме, ...
  • καθαγιάζω στα ουκρανικά - шанувати, освятіть, освячувати, почитати, освячуватимуть, освячуватиме
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: завдання, вартування, наряд, режим, потужність, ушанування, задача