Καθήκον στα βουλγαρικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
задача, тарифа, задачата, задачи, група
Καθήκον στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, καθήκον στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα βουλγαρικά - чистка, почистване, чистене, зала, почистване на, за почистване
  • καθέλκυση στα βουλγαρικά - изстрелване, спускане, спускателни, стартиране, стартирането
  • καθίζω στα βουλγαρικά - сиренце, седя, седне, седнете, седят, седнат
  • καθαγιάζω στα βουλγαρικά - свято, светя, освети, посвещават, освещавайте, осветиш
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: задача, тарифа, задачата, задачи, група