Καθήκον στα πορτογαλικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
tarde, dever, tarifas, holandês, empreitada, tarefa, tarefas, de tarefas, missão, tarefa de
Καθήκον στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, καθήκον στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα πορτογαλικά - limpeza, de limpeza, a limpeza, lavagem, limpeza de
  • καθέλκυση στα πορτογαλικά - de lançamento, lançamento, lançar, lançamentos, lançamento de
  • καθίζω στα πορτογαλικά - lugar, estação, assento, sentar, temporada, adubar, assentar, ...
  • καθαγιάζω στα πορτογαλικά - reverenciar, venerar, consagrar, hallow, hallow a
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: tarde, dever, tarifas, holandês, empreitada, tarefa, tarefas, de tarefas, missão, tarefa de