Καθήκον στα ισπανικά

Μετάφραση: καθήκον, Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισπανικά
Μεταφράσεις:
quehacer, tarea, arancel, obligación, deber, faena, trabajo, tareas, tarea de, de tareas
Καθήκον στα ισπανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: καθήκον

καθήκον συνώνυμα, καθήκον αληθείας, καθήκον αντωνυμο, καθήκον σημασία, καθήκον ετυμολογία, καθήκον λεξικό γλώσσας ισπανικά, καθήκον στα ισπανικά

Μεταφράσεις

  • καθάρισμα στα ισπανικά - limpieza, limpia, de limpieza, la limpieza, limpieza de, limpiar
  • καθέλκυση στα ισπανικά - lanzamiento, de lanzamiento, puesta en marcha, inicio, lanzamiento de
  • καθίζω στα ισπανικά - asentar, localidad, sede, sitio, asiento, sentarse, sentar, ...
  • καθαγιάζω στα ισπανικά - santificar, Hallow, santifique, santifica, santificaron
Τυχαίες λέξεις
Καθήκον στα ισπανικά - Λεξικό: ελληνικά » ισπανικά
Μεταφράσεις: quehacer, tarea, arancel, obligación, deber, faena, trabajo, tareas, tarea de, de tareas