Αμφιρρέπω στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
разкрачване, разтварям крака, колеблива политика, двойствена политика, разкрачвам се
Αμφιρρέπω στα βουλγαρικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμφιρρέπω στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα βουλγαρικά - амфитеатър, амфитеатрално, амфитеатъра, амфитеатралния
  • αμφιλεγόμενος στα βουλγαρικά - спорен, спорна, противоречива, спорно, противоречив
  • αμφισβητήσιμος στα βουλγαρικά - съмнителен, въпрос, под въпрос, съмнителна, спорна
  • αμφισβητούμενος στα βουλγαρικά - спорен, спорна, противоречива, спорно, противоречив
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: разкрачване, разтварям крака, колеблива политика, двойствена политика, разкрачвам се