Αμφιρρέπω στα τούρκικα

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
apışıp kalmak, ata biner gibi oturma, bacakları ayırma, bacaklarını ayırarak yürümek, ata biner gibi oturmak
Αμφιρρέπω στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμφιρρέπω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα τούρκικα - amfitiyatro, amfi tiyatro, anfitiyatro, anfi tiyatro, amfi
  • αμφιλεγόμενος στα τούρκικα - çekişmeli, tartışmalı, tartışmalıdır, tartışmalı bir, tartışma, ihtilaflı
  • αμφισβητήσιμος στα τούρκικα - çekişmeli, kuşkulu, şüpheli, tartışmalı, sorgulanabilir, Akıllarda soru
  • αμφισβητούμενος στα τούρκικα - tartışmalı, tartışmalıdır, tartışmalı bir, tartışma, ihtilaflı
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: apışıp kalmak, ata biner gibi oturma, bacakları ayırma, bacaklarını ayırarak yürümek, ata biner gibi oturmak