Αμφιρρέπω στα σλοβενικά
Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλοβενικά
Μεταφράσεις:
straddle, Opkoračiti, Urakljiti
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας σλοβενικά, αμφιρρέπω στα σλοβενικά
Μεταφράσεις
- αμφιθέατρο στα σλοβενικά - amfiteater, amfiteatra, amfiteatru, amphitheatre
- αμφιλεγόμενος στα σλοβενικά - sporen, kontroverzna, sporna, kontroverzno, sporno
- αμφισβητήσιμος στα σλοβενικά - vprašljiva, vprašljivo, vprašljiv, vprašljivi
- αμφισβητούμενος στα σλοβενικά - sporen, kontroverzna, sporna, kontroverzno, sporno
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα σλοβενικά - Λεξικό: ελληνικά » σλοβενικά
Μεταφράσεις: straddle, Opkoračiti, Urakljiti
Μεταφράσεις: straddle, Opkoračiti, Urakljiti