Αμφιρρέπω στα πορτογαλικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πορτογαλικά
Μεταφράσεις:
vacilar, vacina, atitude indecisa, pernalta, de forquilha, escarranche, de straddle
Αμφιρρέπω στα πορτογαλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας πορτογαλικά, αμφιρρέπω στα πορτογαλικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα πορτογαλικά - anfiteatro, amphitheater, amphitheatre, anfiteatro ao
  • αμφιλεγόμενος στα πορτογαλικά - controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica
  • αμφισβητήσιμος στα πορτογαλικά - questionável, questionáveis, duvidosa, discutível, duvidoso
  • αμφισβητούμενος στα πορτογαλικά - controverso, controversa, polêmico, controversos, polêmica
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα πορτογαλικά - Λεξικό: ελληνικά » πορτογαλικά
Μεταφράσεις: vacilar, vacina, atitude indecisa, pernalta, de forquilha, escarranche, de straddle