Αμφιρρέπω στα λιθουανικά
Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμφιρρέπω στα λιθουανικά
Μεταφράσεις
- αμφιθέατρο στα λιθουανικά - amfiteatras, amfiteatro, Amphitheater, amfiteatru
- αμφιλεγόμενος στα λιθουανικά - prieštaringas, prieštaringai, ginčytinas, prieštaringa, prieštaringi
- αμφισβητήσιμος στα λιθουανικά - abejotinas, abejotina, abejotini
- αμφισβητούμενος στα λιθουανικά - prieštaringas, prieštaringai, ginčytinas, prieštaringa, prieštaringi
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika
Μεταφράσεις: apžergti, apsižergti, išsižergti, stovėjimas išsižergus, dviveidiška politika