Αμφιρρέπω στα ρουμανικά
Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
răscrăcănare, încăleca pe, fi în expectativă cu, politică de duplicitate, fi călare pe
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αμφιρρέπω στα ρουμανικά
Μεταφράσεις
- αμφιθέατρο στα ρουμανικά - amfiteatru, Amfiteatrul, de amfiteatru, amfiteatru în, amphitheater
- αμφιλεγόμενος στα ρουμανικά - controversat, controversată, controversate, controversata, controversatul
- αμφισβητήσιμος στα ρουμανικά - controversat, discutabil, discutabilă, îndoielnică, discutabile, semnul întrebării
- αμφισβητούμενος στα ρουμανικά - controversat, controversată, controversate, controversata, controversatul
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: răscrăcănare, încăleca pe, fi în expectativă cu, politică de duplicitate, fi călare pe
Μεταφράσεις: răscrăcănare, încăleca pe, fi în expectativă cu, politică de duplicitate, fi călare pe