Αμφιρρέπω στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
weerszijden, Portaaltractor, straddle, portaalwagens
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω
αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμφιρρέπω στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφιθέατρο στα ολλανδικά - amfitheater, amphitheater, amphitheatre, amfitheater van, het amfitheater
- αμφιλεγόμενος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
- αμφισβητήσιμος στα ολλανδικά - twijfelachtig, bedenkelijk, twijfelachtige, vraag, de vraag
- αμφισβητούμενος στα ολλανδικά - controversiële, controversieel, omstreden
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: weerszijden, Portaaltractor, straddle, portaalwagens
Μεταφράσεις: weerszijden, Portaaltractor, straddle, portaalwagens