Αμφιρρέπω στα ρωσικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρωσικά
Μεταφράσεις:
качаться, колебаться, Высококлиренсный, стрэддл, страдл, стрэдл
Αμφιρρέπω στα ρωσικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας ρωσικά, αμφιρρέπω στα ρωσικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα ρωσικά - амфитеатр, амфитеатра, амфитеатром, амфитеатре
  • αμφιλεγόμενος στα ρωσικά - свидетельствующий, полемический, аргус, дискуссионный, противоречивый, разноречивый, показывающий, ...
  • αμφισβητήσιμος στα ρωσικά - противоречивый, разноречивый, полемический, спорый, сомнительный, дискуссионный, недоказанный, ...
  • αμφισβητούμενος στα ρωσικά - спорный, спорным, спорной, спорными, противоречивым
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα ρωσικά - Λεξικό: ελληνικά » ρωσικά
Μεταφράσεις: качаться, колебаться, Высококлиренсный, стрэддл, страдл, стрэдл