Αμφιρρέπω στα πολωνικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
πολωνικά
Μεταφράσεις:
wahać, chwiać, rozkraczyć się, stanąć rozkrakiem, usiąść rozkrakiem, straddle, bramowy
Αμφιρρέπω στα πολωνικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας πολωνικά, αμφιρρέπω στα πολωνικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα πολωνικά - amfiteatr, amfiteatru, amphitheater, amphitheatre
  • αμφιλεγόμενος στα πολωνικά - polemiczny, kontrowersyjny, sporny, dyskusyjny, kontrowersyjne, kontrowersyjna, kontrowersje, ...
  • αμφισβητήσιμος στα πολωνικά - dyskusyjny, kontrowersyjny, sporny, polemiczny, wątpliwy, wątpliwe, wątpliwa, ...
  • αμφισβητούμενος στα πολωνικά - rozważać, przeprowadzać, poruszać, naradzać, narada, rada, kontrowersyjny, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα πολωνικά - Λεξικό: ελληνικά » πολωνικά
Μεταφράσεις: wahać, chwiać, rozkraczyć się, stanąć rozkrakiem, usiąść rozkrakiem, straddle, bramowy