Αμφιρρέπω στα λευκορωσικά

Μετάφραση: αμφιρρέπω, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
вагацца, хістацца
Αμφιρρέπω στα λευκορωσικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμφιρρέπω

αμφιρρέπω λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμφιρρέπω στα λευκορωσικά

Μεταφράσεις

  • αμφιθέατρο στα λευκορωσικά - амфітэатр, амфітэатар
  • αμφιλεγόμενος στα λευκορωσικά - спрэчны, спрэчнае, спрэчную
  • αμφισβητήσιμος στα λευκορωσικά - сумніўны, сумнеўны, сумніцельны, сумнеўным
  • αμφισβητούμενος στα λευκορωσικά - спрэчны, спрэчнае, спрэчную
Τυχαίες λέξεις
Αμφιρρέπω στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: вагацца, хістацца