Αμόνι στα βουλγαρικά

Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
наковалня, наковалнята, поемаща част, поемаща, поемащата
Αμόνι στα βουλγαρικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αμόνι στα βουλγαρικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητώ στα βουλγαρικά - недоверие, въпрос, въпросните, въпросната, въпросния, въпроса
  • αμφισημία στα βουλγαρικά - двусмислие, двусмисленост, неяснота, неопределеност, неясноти
  • αμύγδαλο στα βουλγαρικά - бадем, бадемово, бадеми, бадемова, бадемов
  • αμύνομαι στα βουλγαρικά - се защитавам, се защитя, да се защитя, защитя себе си, се отбранявам
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: наковалня, наковалнята, поемаща част, поемаща, поемащата