Αμόνι στα λευκορωσικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λευκορωσικά
Μεταφράσεις:
кавадла, наковальня
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας λευκορωσικά, αμόνι στα λευκορωσικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα λευκορωσικά - пытанне, пытаньне, вопрос
- αμφισημία στα λευκορωσικά - двухсэнсоўнасць, двухсэнсоўнасьць, двухсэнсавасць, непрыстойнае, двухзначнасць
- αμύγδαλο στα λευκορωσικά - міндаль, міндалем
- αμύνομαι στα λευκορωσικά - абараняць, абараніць
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα λευκορωσικά - Λεξικό: ελληνικά » λευκορωσικά
Μεταφράσεις: кавадла, наковальня
Μεταφράσεις: кавадла, наковальня