Αμόνι στα σουηδικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σουηδικά
Μεταφράσεις:
städ, städet, mothållet, mothåll
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας σουηδικά, αμόνι στα σουηδικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα σουηδικά - tvivla, betvivla, tvivel, fråga, frågan, frågor, aktuella, ...
- αμφισημία στα σουηδικά - tvetydighet, oklarheter, oklarhet, tvetydigheter, tvetydigheten
- αμύγδαλο στα σουηδικά - mandel, mandelträd, mandelmassa, almond
- αμύνομαι στα σουηδικά - värna, försvara, försvara mig, försvarar mig, värja mig
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα σουηδικά - Λεξικό: ελληνικά » σουηδικά
Μεταφράσεις: städ, städet, mothållet, mothåll
Μεταφράσεις: städ, städet, mothållet, mothåll