Αμόνι στα ουγγρικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουγγρικά
Μεταφράσεις:
üllő, üllőt, üllőre, az üllő, ütköző
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας ουγγρικά, αμόνι στα ουγγρικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα ουγγρικά - kérdés, kérdést, szóban forgó, kérdéses, kérdésre
- αμφισημία στα ουγγρικά - kétértelműség, kétértelműséget, egyértelmű, félreérthetőség, bizonytalanság
- αμύγδαλο στα ουγγρικά - mandula, mandulás, mandulával, mandulaolaj, a mandula
- αμύνομαι στα ουγγρικά - megvédeni magam, megvédjem magam, védeni magam, védjem meg magam, megvédeni magamat
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα ουγγρικά - Λεξικό: ελληνικά » ουγγρικά
Μεταφράσεις: üllő, üllőt, üllőre, az üllő, ütköző
Μεταφράσεις: üllő, üllőt, üllőre, az üllő, ütköző