Αμόνι στα ολλανδικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ολλανδικά
Μεταφράσεις:
aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας ολλανδικά, αμόνι στα ολλανδικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα ολλανδικά - twijfel, twijfelen, dubben, betwijfelen, vraag, kwestie, betrokken, ...
- αμφισημία στα ολλανδικά - dubbelzinnigheid, ambiguïteit, onduidelijkheid, dubbelzinnig, ondubbelzinnig
- αμύγδαλο στα ολλανδικά - amandel, amandelen, amandel-, amandelbomen
- αμύνομαι στα ολλανδικά - verweren, verdedigen, mezelf te verdedigen
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα ολλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ολλανδικά
Μεταφράσεις: aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil
Μεταφράσεις: aanbeeld, aambeeld, Anvil, het aambeeld, van Anvil