Αμόνι στα ρουμανικά

Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ρουμανικά
Μεταφράσεις:
nicovală, nicovala, anvil, nicovalei, nicovale
Αμόνι στα ρουμανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας ρουμανικά, αμόνι στα ρουμανικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητώ στα ρουμανικά - dubiu, întrebare, cauză, discuție, întrebarea, intrebare
  • αμφισημία στα ρουμανικά - ambiguitate, ambiguitatea, ambiguități, ambiguității, de ambiguitate
  • αμύγδαλο στα ρουμανικά - migdală, migdal, migdale, de migdale, almond
  • αμύνομαι στα ρουμανικά - apăra, mă, mine, am, eu, ma
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα ρουμανικά - Λεξικό: ελληνικά » ρουμανικά
Μεταφράσεις: nicovală, nicovala, anvil, nicovalei, nicovale