Αμόνι στα λιθουανικά

Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
λιθουανικά
Μεταφράσεις:
priekalas, ir priekalą, priekalą, priekalo, anvil
Αμόνι στα λιθουανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας λιθουανικά, αμόνι στα λιθουανικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητώ στα λιθουανικά - abejojimas, abejoti, abejonė, klausimas, klausimą, klausimo, klausimu
  • αμφισημία στα λιθουανικά - dviprasmybė, dviprasmiškumas, dviprasmiškumo, dviprasmiškumą, dviprasmybės
  • αμύγδαλο στα λιθουανικά - migdolas, migdolų, Almond, migdolo
  • αμύνομαι στα λιθουανικά - apginti, ginti, gina, apsaugoti, gintis
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα λιθουανικά - Λεξικό: ελληνικά » λιθουανικά
Μεταφράσεις: priekalas, ir priekalą, priekalą, priekalo, anvil