Αμόνι στα ουκρανικά

Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
ковадло, наковальня, коваделко, ковадла
Αμόνι στα ουκρανικά
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αμόνι στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αμφισβητώ στα ουκρανικά - компрометація, сумнів, дискредитувати, знеславити, сумніватися, питання, запитання
  • αμφισημία στα ουκρανικά - двозначність, двозначності
  • αμύγδαλο στα ουκρανικά - мигдаль
  • αμύνομαι στα ουκρανικά - захищати, захищатися, відстояти, захистити, захистити себе, захиститися
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: ковадло, наковальня, коваделко, ковадла