Αμόνι στα τούρκικα

Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
örs, Anvil, The Anvil, bir örs, örsün
Αμόνι στα τούρκικα
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αμόνι

αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας τούρκικα, αμόνι στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αμφισβητώ στα τούρκικα - kuşkulanmak, soru, bir soru, soru sor, sorusu, sorunu
  • αμφισημία στα τούρκικα - belirsizlik, belirsizliği, muğlaklık, bir belirsizlik, belirsizliğin
  • αμύγδαλο στα τούρκικα - badem, Almond, bademli
  • αμύνομαι στα τούρκικα - kendimi, kendim, kendime
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: örs, Anvil, The Anvil, bir örs, örsün