Αμόνι στα τσεχικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τσεχικά
Μεταφράσεις:
kovadlina, kovadlinka, anvil, kovadliny, kovadlinu
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας τσεχικά, αμόνι στα τσεχικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα τσεχικά - poškodit, nedůvěra, pochyba, hanba, nejistota, pochybnost, zdiskreditovat, ...
- αμφισημία στα τσεχικά - dvojsmysl, dvojznačnost, nejasnost, nejednoznačnost, nejednoznačnosti, mnohoznačnost
- αμύγδαλο στα τσεχικά - mandlový, mandle, mandlové, mandlového, mandloň
- αμύνομαι στα τσεχικά - chránit, bránit, obhajovat, hájit, uhájit, se bránit, bránit se, ...
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα τσεχικά - Λεξικό: ελληνικά » τσεχικά
Μεταφράσεις: kovadlina, kovadlinka, anvil, kovadliny, kovadlinu
Μεταφράσεις: kovadlina, kovadlinka, anvil, kovadliny, kovadlinu