Αμόνι στα γερμανικά
Μετάφραση: αμόνι, Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
γερμανικά
Μεταφράσεις:
ambos, Amboss, Amboß, Ambosses, Anschlag
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αμόνι
αμόνι εργαλείο, αμόνι αγορά, αμόνι βιβλιοπωλείο, αμόνι καρδαμύλη, αμόνι σοφικού, αμόνι λεξικό γλώσσας γερμανικά, αμόνι στα γερμανικά
Μεταφράσεις
- αμφισβητώ στα γερμανικά - anzweifeln, zweifel, verruf, schande, bezweifeln, zweifeln, ungewissheit, ...
- αμφισημία στα γερμανικά - Mehrdeutigkeit, Zweideutigkeit, Vieldeutigkeit, Ambiguität, Unklarheit
- αμύγδαλο στα γερμανικά - mandelbaum, mandel, Mandel, Mandeln, Mandel-
- αμύνομαι στα γερμανικά - verteidigen, mich zu verteidigen, mich selbst zu verteidigen, mich zu wehren, mich verteidigen, mich wehren
Τυχαίες λέξεις
Αμόνι στα γερμανικά - Λεξικό: ελληνικά » γερμανικά
Μεταφράσεις: ambos, Amboss, Amboß, Ambosses, Anschlag
Μεταφράσεις: ambos, Amboss, Amboß, Ambosses, Anschlag