Αναπαράγω στα βουλγαρικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
βουλγαρικά
Μεταφράσεις:
порода, възпроизвеждат, възпроизведе, възпроизведат, възпроизвежда, възпроизвеждате
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας βουλγαρικά, αναπαράγω στα βουλγαρικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα βουλγαρικά - постановление, реставрация, възстановяване, възстановяването, възстановяване на, реставрацията
- αναπαράγομαι στα βουλγαρικά - Пиеси, Постановки, Възпроизвежда, Играна
- αναπαραγωγή στα βουλγαρικά - умножение, селекция, репродукция, възпроизводство, възпроизвеждане, размножаване, репродукцията
- αναπαριστώ στα βουλγαρικά - установят отново
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα βουλγαρικά - Λεξικό: ελληνικά » βουλγαρικά
Μεταφράσεις: порода, възпроизвеждат, възпроизведе, възпроизведат, възпроизвежда, възпроизвеждате
Μεταφράσεις: порода, възпроизвеждат, възпроизведе, възпроизведат, възпроизвежда, възпроизвеждате