Αναπαράγω στα ισλανδικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ισλανδικά
Μεταφράσεις:
endurskapa, fjölfalda, endurskapað, endurgera, að endurskapa
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας ισλανδικά, αναπαράγω στα ισλανδικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα ισλανδικά - endurreisn, endurheimt, viðgerðir, endurnýjun, endurgerð
- αναπαράγομαι στα ισλανδικά - Leikrit, leikur, spilanir, Plays, spilar
- αναπαραγωγή στα ισλανδικά - æxlun, fjölföldun, á æxlun, konar afritun, endurgerð
- αναπαριστώ στα ισλανδικά - reenact
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα ισλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » ισλανδικά
Μεταφράσεις: endurskapa, fjölfalda, endurskapað, endurgera, að endurskapa
Μεταφράσεις: endurskapa, fjölfalda, endurskapað, endurgera, að endurskapa