Αναπαράγω στα ουκρανικά

Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ουκρανικά
Μεταφράσεις:
зростити, вирощувати, зрощувати, порода, відтворювати, відтворення, відтворити, програвати
Αναπαράγω στα ουκρανικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπαράγω

αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας ουκρανικά, αναπαράγω στα ουκρανικά

Μεταφράσεις

  • αναπαλαίωση στα ουκρανικά - невгомонний, невгамовний, тривожний, неспокійний, відновлення, відбудову, поновлення
  • αναπαράγομαι στα ουκρανικά - ганебний, докірливий, невартий, недостойний, п'єси, грає
  • αναπαραγωγή στα ουκρανικά - розмножений, вирощування, розмноження, вихованість, скотарство, відтворення, тиражування записаних, ...
  • αναπαριστώ στα ουκρανικά - трус, легкодухий, боягузливий, зрадницький, боягуз, відновлюють, поновлюють
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα ουκρανικά - Λεξικό: ελληνικά » ουκρανικά
Μεταφράσεις: зростити, вирощувати, зрощувати, порода, відтворювати, відтворення, відтворити, програвати