Αναπαράγω στα φινλανδικά

Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
φινλανδικά
Μεταφράσεις:
eläinrotu, siittää, laji, kasvattaa, rotu, siitä, jäljentää, toistaa, toistamaan, kopioida, lisääntyä
Αναπαράγω στα φινλανδικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπαράγω

αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας φινλανδικά, αναπαράγω στα φινλανδικά

Μεταφράσεις

  • αναπαλαίωση στα φινλανδικά - elvytys, entistys, palauttaminen, restaurointi, palauttamista, palauttamisen, ennalleen
  • αναπαράγομαι στα φινλανδικά - ilmentää, lisääntyä, Näytelmiä, Toistaa, kuuntelua, Plays, Toistot
  • αναπαραγωγή στα φινλανδικά - lisääntyminen, siitos, sikiäminen, sivistys, kasvatus, karjankasvatus, kopiointi, ...
  • αναπαριστώ στα φινλανδικά - virkistää, virvoittaa, elvyttää, viihdyttää, uudelleen säätää
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα φινλανδικά - Λεξικό: ελληνικά » φινλανδικά
Μεταφράσεις: eläinrotu, siittää, laji, kasvattaa, rotu, siitä, jäljentää, toistaa, toistamaan, kopioida, lisääntyä