Αναπαράγω στα νορβηγικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
νορβηγικά
Μεταφράσεις:
rase, reprodusere, gjengi, gjenskape, å reprodusere, gjengir
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας νορβηγικά, αναπαράγω στα νορβηγικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα νορβηγικά - restaurering, restaureringen, gjenoppretting, gjenopprettelse, restaurerings
- αναπαράγομαι στα νορβηγικά - spiller, Plays, skuespill, Spilles, spiller av
- αναπαραγωγή στα νορβηγικά - multiplikasjon, avl, oppdragelse, reproduksjon, gjengivelse, Forplantnings, reproduksjons
- αναπαριστώ στα νορβηγικά - reenact, gjenspille, gjenoppleve
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα νορβηγικά - Λεξικό: ελληνικά » νορβηγικά
Μεταφράσεις: rase, reprodusere, gjengi, gjenskape, å reprodusere, gjengir
Μεταφράσεις: rase, reprodusere, gjengi, gjenskape, å reprodusere, gjengir