Αναπαράγω στα σλαβομακεδονικά
Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις:
репродуцира, се репродуцира, репродуцирате, репродуцираат, репродукција на
Άλλες γλώσσες
Σχετικές λέξεις: αναπαράγω
αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας σλαβομακεδονικά, αναπαράγω στα σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις
- αναπαλαίωση στα σλαβομακεδονικά - реставрација, обновување, реставрацијата, враќање, обнова
- αναπαράγομαι στα σλαβομακεδονικά - драми, игра, Драма, Видено, претстави
- αναπαραγωγή στα σλαβομακεδονικά - репродукција, репродуцирање, репродукцијата, репродукција на, размножување
- αναπαριστώ στα σλαβομακεδονικά - повторуваат
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα σλαβομακεδονικά - Λεξικό: ελληνικά » σλαβομακεδονικά
Μεταφράσεις: репродуцира, се репродуцира, репродуцирате, репродуцираат, репродукција на
Μεταφράσεις: репродуцира, се репродуцира, репродуцирате, репродуцираат, репродукција на