Αναπαράγω στα ιταλικά

Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
ιταλικά
Μεταφράσεις:
razza, stirpe, riprodurre, riprodursi, riproduzione, di riprodurre, la riproduzione
Αναπαράγω στα ιταλικά
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπαράγω

αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας ιταλικά, αναπαράγω στα ιταλικά

Μεταφράσεις

  • αναπαλαίωση στα ιταλικά - ripristino, restauro, di restauro, restaurazione, il restauro
  • αναπαράγομαι στα ιταλικά - riprodurre, Plays, Giochi, Riproduce, drammi, Partite
  • αναπαραγωγή στα ιταλικά - allevamento, educazione, creanza, moltiplicazione, riproduzione, la riproduzione, di riproduzione, ...
  • αναπαριστώ στα ιταλικά - divertire, ricostruire, rimettere in scena, rimettere in vigore, reinterpreta, reinterpreta la
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα ιταλικά - Λεξικό: ελληνικά » ιταλικά
Μεταφράσεις: razza, stirpe, riprodurre, riprodursi, riproduzione, di riprodurre, la riproduzione