Αναπαράγω στα τούρκικα

Μετάφραση: αναπαράγω, Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα

Αρχική γλώσσα:
ελληνικά
Τελική γλώσσα:
τούρκικα
Μεταφράσεις:
soy, çoğaltmak, yeniden, yeniden Oluşturma, yeniden oluşturmak, üretmek
Αναπαράγω στα τούρκικα
Σχετικές λέξεις
Άλλες γλώσσες

Σχετικές λέξεις: αναπαράγω

αναπαράγω κλίση, αναπαράγω συνώνυμο, αναπαράγω ή αναπαραγάγω, αναπαράγω συνώνυμα, αναπαράγω αόριστος, αναπαράγω λεξικό γλώσσας τούρκικα, αναπαράγω στα τούρκικα

Μεταφράσεις

  • αναπαλαίωση στα τούρκικα - restorasyon, restorasyonu, geri yükleme, onarım, yenileme
  • αναπαράγομαι στα τούρκικα - Plays, çalış, Tiyatro Oyunları, oynatır, çalar
  • αναπαραγωγή στα τούρκικα - üreme, çoğaltma, çoğaltılması, üretimi, sunumu
  • αναπαριστώ στα τούρκικα - reenact, tekrar canlandırması, yeniden canlandırmak, Canlandırma yapıyoruz, reenact kullanacaksanız
Τυχαίες λέξεις
Αναπαράγω στα τούρκικα - Λεξικό: ελληνικά » τούρκικα
Μεταφράσεις: soy, çoğaltmak, yeniden, yeniden Oluşturma, yeniden oluşturmak, üretmek